Τα συμπτώματα της νόσου περιλαμβάνουν πόνο κατά τη στύση, ψηλαφητή σκληρία στο σώμα του πέους και δυσκολία επίτευξης σεξουαλικής επαφής λόγω της παραμόρφωσης του πέους. Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των ασθενών αναφέρει επίσης στυτική δυσλειτουργία.
Η χειρουργική αντιμετώπιση της πεϊκής κάμψης ενδείκνυται στις περιπτώσεις πιο σοβαρής μορφής, όταν η κάμψη είναι τέτοια που εμποδίζει τη σεξουαλική επαφή. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει η αντιμετώπιση να γίνεται αφού έχει περάσει αρκετό χρονικό διάστημα από την έναρξη της νόσου (τουλάχιστον 6 με 12 μήνες) ώστε κα έχει σταθεροποιηθεί η βλάβη, η πλάκα να έχει πάψει να μεγαλώνει και να μην υπάρχει πόνος.
Η επιλογή της κατάλληλης χειρουργικής τεχνικής για την αποκατάσταση της βλάβης γίνεται εξατομικευμένα καθώς εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως το μέγεθος και η εντόπιση της ινώδους πλάκας στο σώμα του πέους, ο βαθμός γωνίωσης κατά τη στύση, το μέγεθος του πέους, η συνύπαρξη στυτικής δυσλειτουργίας.
Οι διάφορες τεχνικές συνοψίζονται στις εξής:
- τεχνικές πτύχωσης, κατά την οποία μέσω της χρήσης ραφών στην υγιή πλευρά του πέους προκαλείται πτύχωση η οποία αποκαθιστά την καμπυλότητα
- χρήση μοσχεύματος, κατά την οποία αφαιρείται η ουλώδης πλάκα και τοποθετείται μόσχευμα (διάφορα είδη μοσχευμάτων έχουν χρησιμοποιηθεί, είτε βιολογικά ή συνθετικά)
- εισαγωγή πεϊκής πρόθεσης, μέθοδος που προτιμάται σε ασθενείς με σοβαρή πεϊκή κάμψη και ταυτόχρονη σοβαρή στυτική δυσλειτουργία