Η ουρήθρα μεταφέρει τα ούρα (στον άνδρα και το σπέρμα) από την κύστη προς την έξοδο.
Η ανάπτυξη ουλώδους ιστού σε κάποιο σημείο της ουρήθρας προκαλεί αυτό που ονομάζουμε στένωμα ουρήθρας και το οποίο συνήθως εκδηλώνεται με δυσκολία έναρξης και μειωμένη ροή των ούρων, συχνουρία, πόνο και καυσό κατά την ούρηση.
Τα αίτια που μπορεί να προκαλέσουν στένωμα ουρήθρας είναι τραυματικές κακώσεις της ουρήθρας (όπως πχ. μπορεί να συμβεί επί τροχαίου ατυχήματος), τραυματισμός της ουρήθρας που σχετίζεται με ιατρικές πράξεις, και σε πιο σπάνιες περιπτώσεις λοιμώξεις της ουρήθρας που μπορεί να σχετίζονται με σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις το στένωμα της ουρήθρας δεν έχει σαφή αιτιολογία.
Το στένωμα της ουρήθρας προκαλεί δυσκολία κένωσης της κύστης και υπόλειμμα ούρων, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τον κίνδυνο για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις καθώς και χρόνια κατακράτηση ούρων και ανάπτυξη άτονης κύστης.
Η διάγνωση γίνεται με κυστεοουρηθροσκόπηση, ενώ η κυστεοουρηθρογραφία, μια ακτινογραφία της ουρήθρας και της κύστης με σκιαγραφικό, μας επιτρέπει να απεικονίσουμε ακριβώς το στένωμα, τη θέση και το μέγεθος του, γεγονός που μας δίνει σημαντικά στοιχεία για το σχεδιασμό της αντιμετώπισης.
Η θεραπεία του στενώματος της ουρήθρας περιλαμβάνει τις διαστολές με καθετήρες, την διουρηθρική οπτική ουρηθροτομή και την ουρηθροπλαστική. Η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου αντιμετώπισης εξαρτάται μεταξύ άλλων από την ηλικία του ασθενούς και τη φυσική του κατάσταση καθώς και την εντόπιση και το μέγεθος του στενώματος.
Η επιλογή της διαστολής του στενώματος με καθετήρες έχει μεγάλο κίνδυνο υποτροπής και ίσως είναι αποδεκτή μέθοδος για άτομα μεγάλης ηλικίας που δε μπορούν να υποβληθούν σε κάποια πιο ριζική θεραπεία. Η διουρηθρική ουρηθροτομή είναι η μέθοδος εκλογής για την αρχική αντιμετώπιση του στενώματος κι αν αυτό υποτροπιάσει συνήθως τότε καταφεύγουμε στην ουρηθροπλαστική, για να δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα.