Οι ασθενείς με υπερδραστήρια κύστη αναγκάζονται να ουρούν συχνά (>7 φορές ημερησίως), αναφέρουν αδυναμία να συγκρατήσουν την ούρηση ακόμα κι αν η κύστη περιέχει μικρές ποσότητες ούρων ενώ δεν είναι σπάνιο σύμπτωμα η ακράτεια.
Στη νευρογενή υπερδραστήρια κύστη οι ανεξέλεγκτες συσπάσεις που προκαλούν εντονότατο αίσθημα ούρησης έως και διαφυγή ούρων οφείλονται σε νευρολογικές παθήσεις (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσος Πάρκινσον, τραυματισμός νωτιαίου μυελού) και τα συμπτώματα είναι κατά κανόνα πολύ έντονα ενώ η φαρμακευτική θεραπεία κι άλλες συντηρητικές παρεμβάσεις (πχ. οδηγίες πρόσληψης υγρών, εκπαίδευση κύστης) δεν έχουν συνήθως το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρμόζεται με πολύ καλά αποτελέσματα θεραπεία με ενδοκυστική έγχυση αλλαντικής τοξίνης τύπου Α (BOTOX®).
Η επέμβαση γίνεται υπό τοπική αναισθησία. Χρησιμοποιώντας το εύκαμπτο κυστεοσκόπιο και μια ειδική βελόνα η τοξίνη εγχύεται σε πολλαπλά σημεία του τοιχώματος της κύστης προκαλώντας χαλάρωση και σταματώντας τις ανεξέλεγκτες συσπάσεις του εξωστήρα μυός. Η μέθοδος έχει πολύ καλά αποτελέσματα με θεαματική ανταπόκριση στην πλειοψηφία των ασθενών.
Ένα μειονέκτημα της θεραπείας με Botox είναι ότι η επίδραση της τοξίνης στη χαλάρωση του μυός της κύστης διαρκεί 6-9 μήνες και η αποτελεσματικότητα της αρχίζει να μειώνεται προς το πέρας αυτού του διαστήματος οπότε και η θεραπεία πρέπει να επαναληφθεί. Επίσης 30% περίπου των ασθενών δυσκολεύονται να αδειάσουν την κυστη τους οπότε χρειάζονται διαλείποντες καθετηριασμούς μέχρι η δράση του φαρμάκου να εξασθενήσει.